Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Ολίγη ιστορία - 2

Προ καιρού αναφέρθηκα στο βιβλίο ‘Η τρίτη Ρώμη’, που ασχολείται με την ιστορική πορεία της ρωσικής εκκλησίας και τις κατά καιρούς προσπάθειές της να αναδειχθεί ‘πρωτεύουσα’ του Ορθοδόξου κόσμου, διαδεχόμενη την λεγόμενη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Παρένθεση: Εδώ που τα λέμε, γιατί τέτοια επιθυμία να οικειοποιηθούμε εκκλησιαστικά το όνομα της Ρώμης; Ιστορικά μπορεί η Πόλη να έγινε πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας που διαδέχθηκε την αρχαία ρωμαϊκή. Εκκλησιαστικά όμως; Αν μη τι άλλο, η παλαιά Ρώμη ήταν το σύμβολο της εξουσίας που δίωξε απηνώς τον χριστιανισμό και τους χριστιανούς επί δυόμισι αιώνες. Θα το θεωρούσα πολύ φυσικό να μην υπάρχει το όνομά της στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, αλλά βέβαια η Εκκλησία ακολουθούσε την πολιτεία. Ας κλείσω την παρένθεση, μια και πρόκειται για καθαρά προσωπική άποψη.

     Μελετώντας κανείς την ιστορία διαπιστώνει ότι ο εναγκαλισμός κράτους και εκκλησίας, είτε στη Ρωσία είτε στην δική μας Ορθόδοξη Ανατολή, είναι ένα ευρύτερο και διαχρονικό φαινόμενο (και βέβαια δεν περιορίζεται στην Ανατολή και στην Ορθοδοξία). Το θρησκευτικό επίχρισμα δίνει στις κοσμικές εξουσίες μια μεταφυσική διάσταση που από μόνες τους στερούνται. Επειδή τα της θρησκείας αγγίζουν εύκολα τις χορδές του θυμικού μεγάλης μερίδας ανθρώπων, οι κρατικοί άρχοντες προσπαθούν να τα οικειοποιηθούν, έστω και επιφανειακά, για να κερδίσουν οπαδούς και ψηφοφόρους, άσχετα αν η λοιπή πολιτεία τους πόρρω απέχει από θέματα πίστεως και ηθικής ζωής. Από την άλλη, οι εκκλησιαστικοί άρχοντες συχνά βρίσκουν επωφελές το να συμπλέουν με τις κοσμικές αρχές, εξασφαλίζοντας έτσι νομικά προνόμια και ‘υψηλή προστασία’ (κατά κόσμον), αλλά και κάνοντας ενίοτε ‘στραβά μάτια’ σε παραστρατήματα, ακόμη και σοβαρά, κοσμικών αρχόντων (γνωρίζουμε από τη Βυζαντινή ιστορία τις καθαιρέσεις και τις εξορίες πατριαρχών που επέκριναν αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες…).

     Γράφει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας Αλ. Μασσαβέτας: «Τόσο το τσαρικό όσο και το σοβιετικό καθεστώς… μεταχειρίσθηκαν την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ως μηχανισμό για τον εκρωσισμό ενός ‘πολιτικά ύποπτου’ πληθυσμού, ως μηχανισμό ενίσχυσης του πατριωτισμού και της νομιμοφροσύνης προς το κράτος» (σελ. 172). Ακόμη, «Η ύπαρξη ανεξάρτητης (κρατικής) αρχής αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτοκέφαλης Εκκλησίας» (σελ. 186). Έτσι, κατά καιρούς το ένα σκέλος εξουσίας χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση της δημιουργίας ή της εδραίωσης του άλλου. Δόγμα, γλώσσα και μορφή λατρείας, τυπικό, ημερολόγιο, όλα χρησιμοποιήθηκαν ως διακριτικά γνωρίσματα διαφόρων εθνικών εκκλησιών (μη τυχόν και μοιάζουν σε κάτι μεταξύ τους). Θα ρωτούσε και πάλι ο Απόστολος Παύλος, όπως τότε τους Κορινθίους: «Μεμέρισται ὁ Χριστός;». Στην πρώτη Εκκλησία μεταξύ των Αποστόλων δεν υπήρχε κανένα ‘πρωτείο’, αλλά όπως έλεγε ο ίδιος Απόστολος, «ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν» [Γαλ. 2:7-9]. Η έννοια του εκκλησιαστικού πρωτείου εισήχθη με την σύσταση και την πορεία της Αυτοκρατορίας, συντηρούμενη κατά καιρούς από ανθρώπινες φιλοδοξίες.

     Αποτέλεσμα βέβαια της διαπλοκής αυτής είναι συχνά η κοσμική εξουσία (οποιουδήποτε χρώματος ή ιδεολογικής σημαίας) να εκβιάζει αμέσως ή εμμέσως την Εκκλησία για να εξασφαλίζει την ‘ευλογία’ της σε ό,τι θέλει να κάνει, ενώ η δεύτερη να επιζητεί την ‘αιγίδα’ και τη σύμπραξη της πρώτης στα δικά της έργα. Πάντα θα υπάρχουν επικριτές της όποιας επιλογής, και οι επικρίσεις συχνά φθάνουν στα όρια των αναθεμάτων (ιδίως στις μέρες μας). Ωστόσο, ο απλός λαός – τουλάχιστον αυτός που ενδιαφέρεται – πού θα σταθεί και τι θα περιμένει (αν δεν σκανδαλισθεί σε βαθμό κακουργήματος, από τη μία ή την άλλη πλευρά); Είναι εύκολο ή δυνατό να διαγράψουμε με μια μονοκοντυλιά ένα καθεστώς συνύπαρξης που έχει περάσει από ιστορία πολλών αιώνων; Θα ήταν θράσος να ισχυρισθώ ότι έχω απάντηση. Ας σκεφθούμε απλώς ότι ως πρόσωπα – όχι ως ιεράρχες ή εξουσίαν έχοντες – έχουμε το καθήκον και την ευθύνη της υπακοής στην Εκκλησία, αλλά και της υποταγής στην εξουσία (Παύλος), όταν αυτή δεν αντιβαίνει ευθέως στην πίστη μας. Οι έχοντες την εξουσία – κοσμική ή εκκλησιαστική – έχουν και την ανάλογη δική τους ευθύνη: «ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει» [Γαλ. 6:5]. Σε κάθε περίπτωση, το καθήκον της προσευχής «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου» (και της Εκκλησίας) παραμένει πάντα επίκαιρο και επιτακτικό.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου