Ο Χρ. Γιανναράς στην πιο πρόσφατη επιφυλλίδα του (‘Πρώτο κριτήριο η ποιότητά’, Καθημερινή 12/1/2020) δημηγορεί, με τα πασίγνωστα ‘κλισέ’ του περί δυτικού εγωκεντρικού ατομισμού σε αντίθεση με το άθλημα έρωτος της Ορθόδοξης ανατολής με τις κοινότητές της και άλλα, κατά του ρουσφετιού. Με τον προσήκοντα σεβασμό, θα μπορούσε κανείς να του θυμίσει την ρήση του Ισοκράτη προς τον Δημόνικο: «πλησμονή γαρ απάντων». Φτάνει πια! Όλα τα βαριέται ο άνθρωπος. Τα επιχειρήματα αυτά τα έχουμε διαβάσει στην ίδια στήλη πάλιν και πολλάκις. Μια ακόμη φιλοσοφική πραγματεία περί ρουσφετιού δεν λύνει το πρόβλημα. Όταν μάλιστα φτάνει κανείς στη διαπίστωση ότι «η ανθρώπινη ποιότητα είναι πάντοτε κρυμμένη… δεν αρθρογραφεί σε εφημερίδες», σταματά, αφού ο αρθρογράφος προφανώς αποκλείει την ποιότητα από τον γραπτό λόγο (άρα και τον δικό του;).
Όσο για το κύριο θέμα του, τα πράγματα είναι απλά. Στην Ελλάδα όλοι (σχεδόν) μέμφονται το ρουσφέτι, αλλά όλοι (σχεδόν) προσδοκούν από το Δημόσιο (δηλ. από τα κόμματα) να τους εξασφαλίσει μια θέση στον κρατικό κορβανά με κάθε τρόπο, από την πόρτα ή από το παράθυρο, «ίνα πορίζωνται τα προς το ζην χωρίς να σκάπτωσι» όπως το έθετε ο Ροΐδης. Είναι όμως δυνατόν κάτι να υπάρχει και να μην υπάρχει, να είναι Α και μη-Α συγχρόνως; Την αντίφαση αυτή δεν μπορούν να την ξεπεράσουν ούτε χαρισματικές προσωπικότητες ούτε πολιτικοί σχηματισμοί, που βέβαια δεν θέλουν να χάσουν δημοτικότητα και αριθμό ψήφων. Η λύση θα δοθεί μόνο με μείωση τόσο της ζήτησης εκδουλεύσεων (από τους πολίτες) όσο και της προσφοράς (από τους πολιτικούς). Όσο περισσότεροι κατανοούν και ενστερνίζονται τη βασική αυτή αρχή, τόσο τα πράγματα θα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, με χρονικό ορίζοντα αιώνων βέβαια. Και με αντίπαλο την άπληστη για διευκολύνσεις πλειοψηφία.
Ορθά.
ΑπάντησηΔιαγραφή