Η άσκηση της ιατρικής έχει τις ιδιαιτερότητές της που ποικίλλουν με τον χώρο εργασίας. Το ξεκίνημα μιας ιδιωτικής ιατρικής σταδιοδρομίας είναι μια δύσκολη υπόθεση, ιδίως αν δεν έχει κανείς προηγούμενο νοσοκομειακό παρελθόν στον τόπο όπου θα εργασθεί ή κάποια διασύνδεση με ασφαλιστικό φορέα. Η δουλειά του εξαρτάται από την προσέλευση ασθενών, κι αυτοί (στην αρχή τουλάχιστον) σπάνια θα έρθουν μετά από προσωπική αναζήτηση και επιλογή και πολύ συχνότερα με σύσταση ή υπόδειξη κάποιου συναδέλφου. Η τελευταία βασίζεται σε προηγούμενη γνωριμία και σχέση εμπιστοσύνης: κάθε γιατρός που παραπέμπει ασθενή σε συνάδελφό του το κάνει για το καλό του αρρώστου, περιμένοντας την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση και τη λύση (ή έστω τη βοήθεια) στο πρόβλημά του.
Ρωτώ πάντα τους νέους ασθενείς μου ποιος τους έχει μιλήσει για μένα. Με βάση τις απαντήσεις τους, με τα χρόνια έχω καταλήξει σε δυο κριτήρια επαγγελματικής καταξίωσης, αν μπορώ να το θέσω έτσι, χωρίς καμιά διάθεση αυταρέσκειας. Το ένα είναι όταν έρχονται σταλμένοι από κάποιον γιατρό που δεν τον γνωρίζω. Προφανώς κι εκείνος από κάποιον άλλο, ασθενή ή συνάδελφο, έμαθε το όνομά μου. Το δεύτερο είναι όταν μου αναφέρουν το όνομα κάποιου άλλου ασθενούς, και η αναδρομή στο αρχείο δείχνει ότι τον είχα δει μια φορά μόνο πριν από χρόνια. Το γεγονός ότι πολύ καιρό αργότερα με θυμήθηκε και με σύστησε και σε άλλον αποτελεί μια μικρή ικανοποίηση, μια θετική ανάδραση στην καθημερινή εργασία.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου έδωσε μια πρόσφατη ματιά σε φάκελο παλιού αρρώστου: συνειδητοποίησα ότι ο γιατρός που μου τον είχε συστήσει πέθανε πριν μερικά χρόνια. Κινούμενος από την παρατήρηση αυτή έψαξα στα γρήγορα το αρχείο για άλλες συναδελφικές απώλειες, και διαπίστωσα ότι καμιά εικοσαριά ‘παραπέμποντες ιατροί’ έχουν πάρει τον ίδιο δρόμο στα χρόνια που πέρασαν. Σε μεγάλη ηλικία οι περισσότεροι, αλλά και με εξαιρέσεις, παλαίμαχοι της ιατρικής, προσωπικοί φίλοι, πανεπιστημιακοί, στρατιωτικοί, νοσοκομειακοί, ιδιώτες, είχαν ένα ιδιαίτερο για μένα κοινό γνώρισμα: εμπιστεύθηκαν κάποτε έναν νεοφερμένο από το εξωτερικό πνευμονολόγο, στα πρώτα χρόνια της εργασίας του στην Ελλάδα, χωρίς κανένα ιδιοτελές κίνητρο. Από όλους διδάχθηκα κάτι, όλοι απολάμβαναν την εκτίμηση των αρρώστων τους για το ιατρικό τους ήθος. Μερικοί κάποια στιγμή χρειάσθηκαν και τη δική μου φροντίδα. Όλους τους θυμούμαι με ευγνωμοσύνη, όλοι έχουν μια θέση σ’ ένα μικρό δίπτυχο, μαζί με τους πολλούς ασθενείς που «δια παθημάτων ετελειώθησαν» τα χρόνια αυτά. Ο Θεός λοιπόν ας αναπαύσει τους δούλους του Νικόλαο, Θεμιστοκλή, Δημήτριο, Νικόλαο, Γεώργιο, Γεώργιο, Παναγιώτη, Ευάγγελο, Ιωάννη, Λάζαρο, Ιωάννη, Αγγελική, Γρηγόριο, Ευστάθιο, Σωτήριο, Αλεξάνδρα, Κωνσταντίνο, Χαρά και Μιχαήλ, και όποιον άλλον ίσως δεν γνωρίζω. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους και θετική έμπνευση το παράδειγμά τους.
Ρωτώ πάντα τους νέους ασθενείς μου ποιος τους έχει μιλήσει για μένα. Με βάση τις απαντήσεις τους, με τα χρόνια έχω καταλήξει σε δυο κριτήρια επαγγελματικής καταξίωσης, αν μπορώ να το θέσω έτσι, χωρίς καμιά διάθεση αυταρέσκειας. Το ένα είναι όταν έρχονται σταλμένοι από κάποιον γιατρό που δεν τον γνωρίζω. Προφανώς κι εκείνος από κάποιον άλλο, ασθενή ή συνάδελφο, έμαθε το όνομά μου. Το δεύτερο είναι όταν μου αναφέρουν το όνομα κάποιου άλλου ασθενούς, και η αναδρομή στο αρχείο δείχνει ότι τον είχα δει μια φορά μόνο πριν από χρόνια. Το γεγονός ότι πολύ καιρό αργότερα με θυμήθηκε και με σύστησε και σε άλλον αποτελεί μια μικρή ικανοποίηση, μια θετική ανάδραση στην καθημερινή εργασία.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου έδωσε μια πρόσφατη ματιά σε φάκελο παλιού αρρώστου: συνειδητοποίησα ότι ο γιατρός που μου τον είχε συστήσει πέθανε πριν μερικά χρόνια. Κινούμενος από την παρατήρηση αυτή έψαξα στα γρήγορα το αρχείο για άλλες συναδελφικές απώλειες, και διαπίστωσα ότι καμιά εικοσαριά ‘παραπέμποντες ιατροί’ έχουν πάρει τον ίδιο δρόμο στα χρόνια που πέρασαν. Σε μεγάλη ηλικία οι περισσότεροι, αλλά και με εξαιρέσεις, παλαίμαχοι της ιατρικής, προσωπικοί φίλοι, πανεπιστημιακοί, στρατιωτικοί, νοσοκομειακοί, ιδιώτες, είχαν ένα ιδιαίτερο για μένα κοινό γνώρισμα: εμπιστεύθηκαν κάποτε έναν νεοφερμένο από το εξωτερικό πνευμονολόγο, στα πρώτα χρόνια της εργασίας του στην Ελλάδα, χωρίς κανένα ιδιοτελές κίνητρο. Από όλους διδάχθηκα κάτι, όλοι απολάμβαναν την εκτίμηση των αρρώστων τους για το ιατρικό τους ήθος. Μερικοί κάποια στιγμή χρειάσθηκαν και τη δική μου φροντίδα. Όλους τους θυμούμαι με ευγνωμοσύνη, όλοι έχουν μια θέση σ’ ένα μικρό δίπτυχο, μαζί με τους πολλούς ασθενείς που «δια παθημάτων ετελειώθησαν» τα χρόνια αυτά. Ο Θεός λοιπόν ας αναπαύσει τους δούλους του Νικόλαο, Θεμιστοκλή, Δημήτριο, Νικόλαο, Γεώργιο, Γεώργιο, Παναγιώτη, Ευάγγελο, Ιωάννη, Λάζαρο, Ιωάννη, Αγγελική, Γρηγόριο, Ευστάθιο, Σωτήριο, Αλεξάνδρα, Κωνσταντίνο, Χαρά και Μιχαήλ, και όποιον άλλον ίσως δεν γνωρίζω. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους και θετική έμπνευση το παράδειγμά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου