«Γιατρέ, μπορώ να έχω ένα ραντεβού;»
Το συμφωνήσαμε, το σημείωσα στην ατζέντα, έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν είχα ακούσει καλά το όνομα στο κινητό, αλλά είχα τον αριθμό του: θα τον έβρισκα στο αρχείο. Όπως και έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας, λίγο πριν έρθει. Ανέσυρα τον φάκελλο από τη ντουλάπα. Είχα να τον δω πάνω από δυο χρόνια: τότε δεν είχε κάτι σοβαρό. Τι συνέβαινε τώρα; Το ίδιο πρόβλημα ή κάτι καινούργιο; Λίγη υπομονή, και θα το μάθαινα.
Ήταν εκεί στην ώρα του. Καλά έδειχνε, στητό παράστημα, αλλά τον είδα να διστάζει λίγο στο βηματισμό του, σαν να είχε δυσκολία με την όρασή του. Ήξερα από το ιστορικό ότι είχε πάθει μια σοβαρή λοίμωξη στα μάτια – ποιος ξέρει με τον καιρό τι προβλήματα είχαν προκύψει; Ανασκοπήσαμε τα παλιά, πιάσαμε το νήμα εκεί που το είχαμε αφήσει, φτάσαμε στα τρέχοντα. Τίποτε σημαντικό: είχε περάσει ένα κρυολόγημα, ήδη ήταν καλύτερα, ήθελε όμως και την επιβεβαίωση. (Τι καλό κι αυτό! σκέφτηκα, όχι για πρώτη φορά. Μερικοί άρρωστοι περιμένουν ώσπου να αρχίσει η βελτίωση για να πάνε στο γιατρό. Ο Θεός φέρνει την υγεία, εμείς παίρνουμε την αμοιβή και το «ευχαριστώ». Τουλάχιστον ας το αναπέμπουμε με τη σειρά μας εκεί που πρέπει). Είπαμε δυο λόγια, τον καθησύχασα ότι όλα ήταν σε καλό δρόμο, φάνηκε να το χαίρεται. Δεν βιαζόταν όμως να φύγει.
«Όπως βλέπεις, γιατρέ, έχω πρόβλημα με την όραση. Στην αρχή στενοχωριόμουν και το έφερα βαρέως, αλλά με τον καιρό άλλαξα φιλοσοφία. Κάποια μέρα πήγα στη Σχολή Τυφλών. Και είδα εκεί νέους ανθρώπους, παιδιά γεννημένα χωρίς το φως τους, να χαίρονται, να μαθαίνουν, να απολαμβάνουν τη ζωή. Και είπα στον εαυτό μου: Για στάσου βρε! Εσύ μπορείς και κάνεις τον περίπατό σου, και ζεις σχεδόν φυσιολογικά σε σύγκριση με όλους αυτούς εδώ, και παραπονιέσαι από πάνω; Από τότε ούτε γκρίνια ούτε τίποτε. Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι!»
Κι έχοντας αφήσει πίσω του ένα σπουδαίο μάθημα ζωής, σηκώθηκε, μου έσφιξε το χέρι, και βγήκε με τα προσεκτικά του βήματα για να συνεχίσει τον περίπατο που έκανε τακτικά, τηρώντας πιστά την εντολή του καρδιολόγου του.
Το συμφωνήσαμε, το σημείωσα στην ατζέντα, έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν είχα ακούσει καλά το όνομα στο κινητό, αλλά είχα τον αριθμό του: θα τον έβρισκα στο αρχείο. Όπως και έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας, λίγο πριν έρθει. Ανέσυρα τον φάκελλο από τη ντουλάπα. Είχα να τον δω πάνω από δυο χρόνια: τότε δεν είχε κάτι σοβαρό. Τι συνέβαινε τώρα; Το ίδιο πρόβλημα ή κάτι καινούργιο; Λίγη υπομονή, και θα το μάθαινα.
Ήταν εκεί στην ώρα του. Καλά έδειχνε, στητό παράστημα, αλλά τον είδα να διστάζει λίγο στο βηματισμό του, σαν να είχε δυσκολία με την όρασή του. Ήξερα από το ιστορικό ότι είχε πάθει μια σοβαρή λοίμωξη στα μάτια – ποιος ξέρει με τον καιρό τι προβλήματα είχαν προκύψει; Ανασκοπήσαμε τα παλιά, πιάσαμε το νήμα εκεί που το είχαμε αφήσει, φτάσαμε στα τρέχοντα. Τίποτε σημαντικό: είχε περάσει ένα κρυολόγημα, ήδη ήταν καλύτερα, ήθελε όμως και την επιβεβαίωση. (Τι καλό κι αυτό! σκέφτηκα, όχι για πρώτη φορά. Μερικοί άρρωστοι περιμένουν ώσπου να αρχίσει η βελτίωση για να πάνε στο γιατρό. Ο Θεός φέρνει την υγεία, εμείς παίρνουμε την αμοιβή και το «ευχαριστώ». Τουλάχιστον ας το αναπέμπουμε με τη σειρά μας εκεί που πρέπει). Είπαμε δυο λόγια, τον καθησύχασα ότι όλα ήταν σε καλό δρόμο, φάνηκε να το χαίρεται. Δεν βιαζόταν όμως να φύγει.
«Όπως βλέπεις, γιατρέ, έχω πρόβλημα με την όραση. Στην αρχή στενοχωριόμουν και το έφερα βαρέως, αλλά με τον καιρό άλλαξα φιλοσοφία. Κάποια μέρα πήγα στη Σχολή Τυφλών. Και είδα εκεί νέους ανθρώπους, παιδιά γεννημένα χωρίς το φως τους, να χαίρονται, να μαθαίνουν, να απολαμβάνουν τη ζωή. Και είπα στον εαυτό μου: Για στάσου βρε! Εσύ μπορείς και κάνεις τον περίπατό σου, και ζεις σχεδόν φυσιολογικά σε σύγκριση με όλους αυτούς εδώ, και παραπονιέσαι από πάνω; Από τότε ούτε γκρίνια ούτε τίποτε. Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι!»
Κι έχοντας αφήσει πίσω του ένα σπουδαίο μάθημα ζωής, σηκώθηκε, μου έσφιξε το χέρι, και βγήκε με τα προσεκτικά του βήματα για να συνεχίσει τον περίπατο που έκανε τακτικά, τηρώντας πιστά την εντολή του καρδιολόγου του.
Μου θύμισε ανάλογο περιστατικό με έναν μονόφθαλμο αν θυμάμαι καλά που κόντευε να πάθει κατάθλιψη μέχρι που βρέθηκε σε οίκο τυφλών και είδε ολικά έφηβους τυφλούς να παίζουν ποδόσφαιρο με μπάλα που είχε κουδουνάκια.
ΑπάντησηΔιαγραφή