Αύριο η Ευρώπη έχει τα γενέθλιά της. Τέτοια μέρα, μόλις δώδεκα χρόνια μετά τη λήξη του καταστροφικού 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, υπογράφηκε στη Ρώμη η ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς, που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, για την ιστορία) και τέλος σε ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση) όπως λέγεται σήμερα. Εδώ και καιρό ακούμε το ανήσυχο ερώτημα: προς τα πού βαδίζει η Ευρώπη; Είναι οι συνθήκες σήμερα ίδιες μ’ εκείνες που οδήγησαν στη δημιουργία της Ένωσης πριν 60 χρόνια; Όπως γίνεται συχνά με τόσα άλλα θέματα, οι γνώμες συνήθως πολώνονται, με τη μια άκρη να υποστηρίζει την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και την άλλη να εκδηλώνεται με αποσχιστικές και διαλυτικές τάσεις. Όπως όμως θα ρωτούσε η καμήλα του Αισώπου, μέση οδός δεν υπάρχει; Μόνο το «όλα ή τίποτε» είναι η επιλογή;
Έχουμε γράψει κι άλλες φορές ότι η συνύπαρξη (ανθρώπων, κοινοτήτων, εθνών) μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Στο απλούστερο παράδειγμα, δυο άνθρωποι μπορεί να είναι απλώς γείτονες, μπορεί να έχουν στενή φιλία, μπορεί να συνεταιρισθούν και να κάνουν μια επιχείρηση ή μπορεί να παντρευτούν. Οι αμοιβαίες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις διαφέρουν σε κάθε περίπτωση, χωρίς να αλλάζει η θεμελιώδης αρχή ότι διατηρούν αγαθές μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς εχθρότητες ή επιβουλές. Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος να επιβάλει στο σπίτι του φίλου ή του συνεταίρου του όλους τους κανόνες που εφαρμόζει στο δικό του σπίτι.
Με ανάλογο τρόπο πρέπει, νομίζω, να δούμε και την Ενωμένη Ευρώπη: ως συνεταιρισμό και φιλική σύμπραξη κρατών, όχι όμως ως ‘γάμο’ και υποχρεωτικό χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Η ιστορία διδάσκει ότι οι τεχνητές και ‘παρά φύσιν’ ενώσεις (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ένωση) δεν θέλουν παρά μια ελάχιστη αφορμή (συνήθως την απομάκρυνση του ‘συνδετικού κρίκου’, προσώπου [π.χ. Τίτο] ή ιδεολογίας [π.χ. μαρξισμός]) για να διαλυθούν υπό την επήρεια ισχυρών φυγοκέντρων δυνάμεων (πολιτισμικών, εθνοτικών κτλ.). Είναι προτιμότερος ο σεβασμός και η αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων, της ιστορίας, της θρησκείας, των παραδόσεων, των εθίμων κάθε χώρας-μέλους (όταν βέβαια αυτά δεν αποτελούν δικαιολογίες για αξιόποινες πράξεις) από την ισοπεδωτική επιβολή υπερεθνικών κανόνων δικαίου και κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς, που δημιουργούν ισχυρά αντισώματα στους επιμέρους λαούς. Το ίδιο ισχύει και προς τους ‘έξω’: σεβόμαστε τα δικά τους ‘πιστεύω’ όσο και αυτοί σέβονται τα δικά μας και δεν προσπαθούν να αλλοιώσουν τη δική μας φυσιογνωμία. Αποφεύγουμε τις περιττές εμπλοκές και τις ‘ειρηνευτικές’ παρεμβάσεις (δια των όπλων!) εκεί που δεν μας σπέρνουν, δείχνουμε όμως ότι έχουμε το σθένος και τη βούληση να υποστηρίζουμε και να κατοχυρώνουμε τα κοινά μας σύνορα απέναντι σε ανάλογες έξωθεν επιβουλές.
Πιστεύω πως μια τέτοια Ευρώπη θα έχει περισσότερες πιθανότητες μακροημέρευσης από ένα υπερκράτος-οδοστρωτήρα που φαντάζει ως ‘κακή μητριά’ στα μάτια πολλών ευρωπαίων.
Έχουμε γράψει κι άλλες φορές ότι η συνύπαρξη (ανθρώπων, κοινοτήτων, εθνών) μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Στο απλούστερο παράδειγμα, δυο άνθρωποι μπορεί να είναι απλώς γείτονες, μπορεί να έχουν στενή φιλία, μπορεί να συνεταιρισθούν και να κάνουν μια επιχείρηση ή μπορεί να παντρευτούν. Οι αμοιβαίες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις διαφέρουν σε κάθε περίπτωση, χωρίς να αλλάζει η θεμελιώδης αρχή ότι διατηρούν αγαθές μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς εχθρότητες ή επιβουλές. Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος να επιβάλει στο σπίτι του φίλου ή του συνεταίρου του όλους τους κανόνες που εφαρμόζει στο δικό του σπίτι.
Με ανάλογο τρόπο πρέπει, νομίζω, να δούμε και την Ενωμένη Ευρώπη: ως συνεταιρισμό και φιλική σύμπραξη κρατών, όχι όμως ως ‘γάμο’ και υποχρεωτικό χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Η ιστορία διδάσκει ότι οι τεχνητές και ‘παρά φύσιν’ ενώσεις (π.χ. Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ένωση) δεν θέλουν παρά μια ελάχιστη αφορμή (συνήθως την απομάκρυνση του ‘συνδετικού κρίκου’, προσώπου [π.χ. Τίτο] ή ιδεολογίας [π.χ. μαρξισμός]) για να διαλυθούν υπό την επήρεια ισχυρών φυγοκέντρων δυνάμεων (πολιτισμικών, εθνοτικών κτλ.). Είναι προτιμότερος ο σεβασμός και η αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων, της ιστορίας, της θρησκείας, των παραδόσεων, των εθίμων κάθε χώρας-μέλους (όταν βέβαια αυτά δεν αποτελούν δικαιολογίες για αξιόποινες πράξεις) από την ισοπεδωτική επιβολή υπερεθνικών κανόνων δικαίου και κοινωνικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς, που δημιουργούν ισχυρά αντισώματα στους επιμέρους λαούς. Το ίδιο ισχύει και προς τους ‘έξω’: σεβόμαστε τα δικά τους ‘πιστεύω’ όσο και αυτοί σέβονται τα δικά μας και δεν προσπαθούν να αλλοιώσουν τη δική μας φυσιογνωμία. Αποφεύγουμε τις περιττές εμπλοκές και τις ‘ειρηνευτικές’ παρεμβάσεις (δια των όπλων!) εκεί που δεν μας σπέρνουν, δείχνουμε όμως ότι έχουμε το σθένος και τη βούληση να υποστηρίζουμε και να κατοχυρώνουμε τα κοινά μας σύνορα απέναντι σε ανάλογες έξωθεν επιβουλές.
Πιστεύω πως μια τέτοια Ευρώπη θα έχει περισσότερες πιθανότητες μακροημέρευσης από ένα υπερκράτος-οδοστρωτήρα που φαντάζει ως ‘κακή μητριά’ στα μάτια πολλών ευρωπαίων.
Πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση.
ΑπάντησηΔιαγραφή