Μεγάλη Πέμπτη σήμερα, και στον (πρωινό) εσπερινό διαβάζεται ένα θαυμάσιο ποιητικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, από το βιβλίο του Ιώβ. Αφού τις τρεις προηγούμενες ημέρες ακούσαμε για τις αλλεπάλληλες συμφορές του δικαίου αυτού ανθρώπου, και αφού ο Ιώβ πέρασε από την φάση της απόγνωσης και τον σχολιασμό και τις επικρίσεις των φίλων του που ήρθαν να τον παρηγορήσουν, εμφανίζεται ο ίδιος ο Θεός και απευθύνει στον καταταλαιπωρημένο άνθρωπο μια σειρά από καίρια ερωτήματα. Ας δούμε μερικά, σε απλή γλώσσα:
«Απάντησε ο Θεός στον Ιώβ μέσα από θύελλα και σύννεφα: Ποιος είναι αυτός που κρύβει στην καρδιά του το θέλημά του και νομίζει ότι θα μου διαφύγει; Αν είσαι άνδρας, ζώσε τη μέση σου: εγώ θα σε ρωτάω κι εσύ θα μου απαντάς. Πού ήσουν όταν εγώ θεμελίωνα τη γη; Πες μου αν το γνωρίζεις. Ξέρεις ποιος όρισε τα μέτρα της, ποιος τέντωσε πάνω της σχοινί για να τη μετρήσει; Πάνω σε τι κρίκους στηρίζεται; Ποιος έβαλε τον ακρογωνιαίο λίθο της; Όταν γεννήθηκαν τα άστρα, τότε με ύμνησαν μεγαλόφωνα όλοι οι άγγελοί μου. Έφραξα τη θάλασσα με πύλες όταν γεννήθηκε ορμητικά από τα μητρικά σπλάχνα της γης. Εγώ την έντυσα με σύννεφα και τη σπαργάνωσα με ομίχλη, της έβαλα όρια με κλειδαριές και πύλες. Της είπα: ‘Μέχρι εδώ θα έρχεσαι, κι όχι παραπέρα, κι εδώ θα σπάζουν τα κύματά σου.’ Μήπως στη ζωή σου πρόσταξες ποτέ τη μέρα να φανεί; Ή μήπως είπες στην αυγή πού να προβάλει; Ή μήπως εσύ έπλασες ποτέ ζώο που να μιλάει και το έβαλες πάνω στη γη; Μήπως αφαίρεσες ποτέ το φως των ασεβών ή συνέτριψες τα μπράτσα των υπερηφάνων; Μήπως ήρθες στα πέρατα της θάλασσας ή περπάτησες στα ίχνη της αβύσσου; Μήπως σου ανοίχθηκαν φοβισμένες οι πύλες του θανάτου, και οι θυρωροί του Άδη σε είδαν και τρόμαξαν; Ξέρεις, αλήθεια, ως ποιο σημείο εκτείνεται η γη; Πές μου λοιπόν, πόση είναι η έκτασή της; Πού κατοικεί το φως και ποιος είναι ο τόπος του σκοταδιού; Μπορείς τα δυο τους στου δρόμου τους το τέλος να τα πάς, και να τα φέρεις πάλι πίσω στην κατοικία τους; Μήπως ξέρεις ότι φθάνουν σε αριθμό μεγάλο οι μέρες σου;» [Ιώβ λη΄ 1-21]
Και η ελεγκτική αυτή υπόμνηση του Θεού συνεχίζεται επί τρία ολόκληρα κεφάλαια, με πολλά παραδείγματα από τον φυσικό κόσμο, μέχρι που ο Ιώβ σκύβει ταπεινά το κεφάλι και αναγνωρίζει το μεγαλείο του Θεού, λέγοντας: «Ξέρω ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, και τίποτε δεν σου είναι αδύνατο. Ποιος μπορεί να κρύψει από σένα το θέλημά του και να νομίζει ότι μπορεί να σου διαφύγει; Ποιος θα μου πει αυτά που δεν γνώριζα, τα μεγάλα και θαυμαστά που δεν καταλάβαινα; …Θα σε ρωτήσω, κι εσύ δίδαξέ με. Διότι πρώτα σε γνώριζα μόνο απ’ όσα είχα ακούσει, ενώ τώρα σε είδα με τα μάτια μου» [Ιώβ μβ΄ 2-5]. Με άλλα λόγια, ομολογεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι ούτε αυθύπαρκτος ούτε πάνσοφος ούτε παντοδύναμος. Κι αυτή η αυτογνωσία είναι η αφετηρία για ταπείνωση και για πνευματική ανύψωση. Και για την τελική του δικαίωση.
Καλησπέρα γιατρέ
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία η σημερινή επιλογή του αναγνώσματος. Καιρῷ γάρ ἁρμόζεσθαι σοφόν. Καλή Ανάσταση!
Πανόραμα Θεσσαλονίκης
Πράγματι πολύ δυνατό κείμενο. Κι εγώ το πρωί ακούγοντας και διαβάζοντας το σχετικό απόσπασμα αισθάνθηκα την ανθρώπινη αδυναμία-ελαχιστότητα μπροστά στην παντοδυναμία του Θεού!
ΑπάντησηΔιαγραφή