Κάθε τόσο εμφανίζεται στο ιατρείο ένας (ή συχνότερα μία) ασθενής με δύσπνοια που δεν επιδέχεται παθολογική ερμηνεία. Το ιστορικό, τα ευρήματα, η ακτινογραφία, η σπιρομέτρηση και ό,τι άλλο δεν υποδηλώνουν κάποιο νόσημα. Με λίγη εμπειρία υποπτεύεται κανείς την ψυχολογική αιτία της δύσπνοιας από την περιγραφή της. Έρχεται στα καλά καθούμενα, χωρίς κάποιον σαφή εκλυτικό παράγοντα, χωρίς άλλα συμπτώματα, συνήθως όταν η πάσχουσα δεν κάνει τίποτε άλλο, και δεν διακόπτει την εργασία, την άσκηση ή τον ύπνο. Έχοντας σχηματίσει κανείς ένα τέτοιο σκηνικό, πηγαίνει κατευθείαν στο ψητό: «Αγχωθήκατε πρόσφατα;» Η τελευταία άρρωστη που συνάντησα απάντησε αρνητικά. «Πώς δεν αγχώθηκες;» παρενέβη ο σύζυγος. «Δεν θυμάσαι με τη βάφτιση...;» «Δεν ήταν τίποτε», επέμεινε εκείνη. Ο σύζυγος ανέλαβε να εξηγήσει: «Γιατρέ, δεν έδωσαν το όνομά της στην εγγονή, και στενοχωρήθηκε. Δεν πήγε καν στη βάφτιση». «Ήταν μακριά το χωριό, θα κουραζόμουν», δικαιολογήθηκε η ασθενής (‘εκλογίκευση’ ονομάζει η ψυχιατρική τον αμυντικό αυτό μηχανισμό). Μετά μερικές μέρες άρχισε να εκδηλώνεται η δύσπνοια. Στενοχώρια για το όνομα; Ενοχή για την απουσία από το μυστήριο; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, βγάζει κάθε τόσο από μέσα της διάφορα ‘θεριά’. Και συμπτώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου