Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Θητεία

 Τις μέρες αυτές ο πρωθυπουργός έβγαλε στην επιφάνεια το ενδεχόμενο της υποχρεωτικής στράτευσης στα 18, πριν από τις ανώτερες σπουδές, για όλους τους Έλληνες. Εύγε! Κάποια στιγμή κάποιος έπρεπε να αναδείξει το θέμα της λειψανδρίας στο ελληνικό στράτευμα, που εκτός από την ολιγοτεκνία έχει ως αιτία και την φυγοστρατία των εγχωρίων.
     Επιχειρήματα διαβάσαμε και θα διαβάσουμε πολλά, ένθεν κακείθεν. Το Κυπριακό μοντέλο (πρώτα θητεία 14 μηνών για όλους και μετά σπουδές), όπως και εκείνο του Ισραήλ, προβάλλονται ως παραδείγματα, και πολύ ορθά. Από την άλλη, ακούγονται ενστάσεις όπως η απουσία ειδικοτήτων από το στρατό (που καλύπτεται με τη στράτευση πτυχιούχων, όσων δεν φεύγουν εκτός χώρας) και η εξέλιξη του σύγχρονου πολέμου, που δεν θέλει ανθρώπινα χέρια αλλά τεχνικές δεξιότητες και εξοπλισμό. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό, και εκεί είναι που χρειάζονται μόνιμα στελέχη με συνεχή εξειδίκευση. Κάποια στιγμή όμως (απευκταία σε κάθε περίπτωση) ο πόλεμος αγγίζει και τις χερσαίες δυνάμεις, γίνεται αγώνας ‘εκ του συστάδην’, σώμα με σώμα. Κανένας δεν θα ήθελε να βρεθεί ούτε ο ίδιος ούτε δικός του άνθρωπος στη θέση αυτή. Ρωτήστε όμως τους Σύριους...
     Λύσεις υπάρχουν για όλα τα πιθανά θέματα. Η υποχρεωτική, χωρίς ‘παράθυρα’, στράτευση στα 18 μπορεί να καλύπτει τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση και να απομακρύνει τους εφήβους από τον ασφυκτικό πολλές φορές παραδοσιακό εναγκαλισμό της οικογένειας, που συντηρεί την ανώριμη εξάρτηση ακόμη και ενηλίκων. Για πολλούς νέους η επαφή με τον στρατό μπορεί να δείξει δρόμους επαγγελματικής τακτοποίησης που δεν είχαν σκεφθεί προηγουμένως. Και οι πτυχιούχοι (γιατροί, μηχανικοί, ηλεκτρονικοί κτλ.) μπορούν να υπηρετούν μια δεύτερη, εξειδικευμένη θητεία στην ειδικότητά τους μετά το πέρας των σπουδών.
     Όπως προείπα, λύσεις υπάρχουν. Αρκεί να μην συμποδίζονται από ανόητες ιδεολογικές αγκυλώσεις και να μη στρεβλώνονται από προνομιακές μεταχειρίσεις ‘ημετέρων’. Κάποια στιγμή πρέπει να θυμηθούμε ότι «ελεύθερον το εύψυχον» και ότι καλύτερα να είσαι ετοιμοπόλεμος κι ας μη χρειασθεί ποτέ να πολεμήσεις, παρά να βρεθείς απέναντι στον εχθρό εντελώς ανέτοιμος.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Φετίχ

 Large Creative Retro Decorative Phone Model, Vintage Rotary Telephone  Decoration Statue Antique Phone Figurine for Cafe Bar Home| | - AliExpress

  Πρόσφατα διάβασα το ακόλουθο σχόλιο: «Υπάρχει κάτι το καταναγκαστικό μ’ ένα τηλέφωνο. Ο φορτωμένος με συσκευές άνθρωπος της εποχής μας  το αγαπάει, το απεχθάνεται, και το φοβάται. Όμως πάντα του φέρεται με σεβασμό, ακόμη κι όταν είναι πιωμένος. Το τηλέφωνο είναι ένα φετίχ».

     Τα παραπάνω τα έγραφε σ’ ένα μυθιστόρημά του ο Raymond Chandler, πασίγνωστος στους κύκλους της ‘νουάρ’ αστυνομικής λογοτεχνίας. Έτος γραφής: 1953. Κι αν κάπως έτσι έδειχναν τα πράγματα στα μέσα του 20ού αιώνα, πόσο πιο μέσα στην πραγματικότητα είναι σήμερα τα λόγια του; Όση φαντασία κι αν διέθεταν κι αυτός και οι άλλοι μαιτρ του είδους, δεν θα μπορούσαν να ‘πιάσουν’ την εξέλιξη αυτής της κάποτε τόσο απλής και σήμερα τόσο πολυσύνθετης συσκευής, ούτε και τον βαθμό εξάρτησής μας από αυτήν. Κι αν τότε ο άνθρωπος ήταν φορτωμένος με συσκευές, τι να πούμε για μας σήμερα;

     Γνώρισα το τηλέφωνο από μικρή ηλικία, στην παλαιά του εκδοχή, μαύρο και από βαρύ βακελίτη, με τον περιστρεφόμενο επιλογέα, που για κάποιο περίεργο λόγο λεγόταν συνήθως στα ελληνικά ‘καντράν’ (μόνο τετράγωνο δεν ήταν…). Παρένθεση: υπάρχει στο You Tube ένα τουλάχιστον βίντεο που δείχνει δυο παιδιά της εποχής μας να περιεργάζονται μια τηλεφωνική συσκευή του καιρού εκείνου και να προσπαθούν να καταλάβουν πώς δουλεύει. Για όσους μεγαλώσαμε με τα τηλέφωνα εκείνα, η παρακολούθησή του είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Ακόμη και τότε το είδος δεν ήταν πολύ διαδεδομένο, υπήρχε μάλιστα και ένα σκετς στη ‘Ζωή του Παιδιού’ με έναν καταστηματάρχη που ξεκινούσε περήφανος επειδή είχε βάλει τηλέφωνο στο μαγαζί του και κατέληγε έξαλλος και αγανακτισμένος διότι όλοι στη γειτονιά του ζητούσαν εξυπηρετήσεις. Σπεύδω να σημειώσω ότι την πραγματικότητα αυτή την έζησα πολλά χρόνια αργότερα στο αγροτικό: εκτός από το ιατρείο μου, το μόνο άλλο τηλέφωνο του χωριού ήταν του γραμματέα της κοινότητος, ο οποίος φώναζε με το μεγάφωνο όποιον καλούσαν εκεί, και όχι βέβαια για ψύλλου πήδημα.

     Σε ηλικία Γυμνασίου είχαμε φτάσει να λύνουμε όλες τις ασκήσεις μαθηματικών και φυσικής της επόμενης μέρας με τους συμμαθητές μου τηλεφωνικά (σε κλήσεις που κρατούσαν ώρες ολόκληρες, υπό τα συνοφρυωμένα βλέμματα των γονέων μας). Τελειώσαμε Πανεπιστήμιο, στρατό και ειδικότητα εντός και εκτός Ελλάδος χωρίς να έχουμε δει καν το μαγικό εργαλείο που σήμερα ακούει απλώς στο επίθετο ‘κινητό’ χωρίς το ουσιαστικό, και που την τελευταία δεκαετία προήχθη σε smart. Κι αν το βαρύ τηλέφωνο του Chandler ήταν φετίχ, τι θα έλεγε κανείς για τα σημερινά κινητά; Οι τηλεφωνικές κλήσεις είναι η πιο απλή από τις εργασίες που κάνουν, ενώ οι υπόλοιπες ξεπερνούν τις δυνατότητες πολλών μεγάλων υπολογιστών των προηγουμένων ετών. Έχουν αντικαταστήσει ρολόγια, ημερολόγια, θερμόμετρα, βαρόμετρα, φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, μαγνητόφωνα (ήδη πολλά από όσα έγραψα αποτελούν μουσειακά αντικείμενα…) και βιβλιοθήκες ολόκληρες, μια και χωρούν κυριολεκτικά εκατοντάδες και χιλιάδες τόμους βιβλίων και ταινίες, και η πρόσβασή τους στο διαδίκτυο ανοίγει απεριόριστους ορίζοντες αναζήτησης. Η αμερικανική έκφραση The sky is the limit (ο ουρανός είναι το όριο) βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της στο καθημερινό αυτό εξάρτημα. Αρκεί να σκεφθούμε ότι η υπολογιστική ισχύς ενός σημερινού τηλεφώνου είναι πολλαπλάσια από εκείνη που χρειάσθηκε για να πάει ο άνθρωπος στο φεγγάρι (όλοι μαζί οι υπολογιστές του ακρωτηρίου Κένεντι το 1969 είχαν μνήμη RAM μόλις 4 ΜΒ).

     Όπως σχεδόν τα πάντα στον κόσμο, η θετική πλευρά έχει και την άλλη όψη της. Το κινητό τηλέφωνο δεν εξαιρείται από τον κανόνα, και η αρνητική όψη έχει πολλές διαστάσεις. Η πιο εμφανής είναι η κατάργηση της ιδιωτικότητος: πρακτικά οι πάντες ακούμε τους πάντες να μιλούν γύρω μας, ακόμη και για θέματα που στοιχειωδώς θα τα θεωρούσαμε προσωπικά σε άλλες εποχές. Το να βρίσκεις τα πάντα σημαίνει ότι αντίστοιχα μπορούν να σε βρίσκουν οι πάντες και παντού. Το πέρασμά σου, εκούσιο ή κατά λάθος, από οποιαδήποτε γωνιά του δικτύου, αθώα ή σκοτεινή, καταγράφεται, αξιολογείται και αξιοποιείται από ποικίλους γνωστούς και άγνωστους φορείς, ερμηνεύεται και προστίθεται στα όσα κάποιοι κάπου ξέρουν για σένα. Η αποστολή αζήτητων διαφημίσεων και μηνυμάτων είναι ίσως η πιο ανώδυνη από τις χρήσεις αυτές. Και βέβαια υπάρχει πάντα και η οικονομική διάσταση: η χρήση χρονομετρείται και χρεώνεται, και οι συσκευές με τα παρελκόμενά τους αναβαθμίζονται σε χρόνο μικρότερο απ’ όσο χρειάζεται για να μάθει κανείς  τη λειτουργία και τις δυνατότητές τους. Και η κάθε επόμενη συσκευή είναι φυσικά πιο ακριβή από την προηγούμενη, με κάποιες από τις τιμές κυριολεκτικά να ‘βγάζουν μάτια’. Ο κουμπαράς είναι τρύπιος, και δεν πρόκειται ποτέ να χορτάσει, όσα κι αν ρίχνουμε μέσα του.

     Αρκετά όμως για σήμερα. Πρέπει να ασχοληθώ και με το νέο μου τηλέφωνο, που έγινε αφορμή να γράψω τα παραπάνω. Το φετίχ που λέγαμε. 

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Δια πυρός

 Ήταν στραβό το κλήμα, όπως λέει η παροιμία, το βρήκε βολικό ο γάιδαρος και το καταβρόχθισε άπληστα ως τις ρίζες. Το ‘κλήμα’ εν προκειμένω ήταν (διότι πλέον ανήκει στο παρελθόν) το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στη Μόρια της Λέσβου. Από την πρώτη στιγμή που ακούσαμε κάποτε το όνομα αυτό, εδώ και πέντε χρόνια, είχε πάρει στην κοινή γνώμη, εγχώρια και ξένη, διαστάσεις στρατοπέδου συγκέντρωσης άλλης εποχής. Όχι αδικαιολόγητα: η προσφυγιά και η λαθρομετανάστευση από τη μία (με τις ‘ευλογίες’ και την ενθάρρυνση της γείτονος Τουρκίας), η αμηχανία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για το πώς να διαχειρισθούν ένα κύμα ανθρώπων από ποικίλες φυλές που έφτασαν στη χώρα απρόσκλητοι και ανεπιθύμητοι (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους), η υποκριτική ευρωπαϊκή αντίδραση όλα αυτά τα χρόνια, η δυσπιστία και επιφυλακτικότητα όλων απέναντι σε όλους, είχαν δημιουργήσει το εύφλεκτο υλικό. Κάτι σαν τις χιλιάδες τόννους εκρηκτικά που ήταν ξεχασμένα στην αποθήκη της Βηρυτού. Ήρθε και ο φόβος της επιδημίας, άναψε κάποιος το φυτίλι, και η έκρηξη έγινε, και η Μόρια ως ‘δομή’ πέρασε στην ιστορία. Το θαύμα ήταν ότι δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα, δόξα τω Θεώ. Να ελπίσουμε ότι η κρίσιμη αυτή ανάφλεξη θα αποτελέσει αφορμή για μια πιο οργανωμένη απάντηση στο προσφυγικό ζήτημα, εντός και εκτός Ελλάδος; Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θα είναι η αποφυγή κάθε προσπάθειας κομματικής ‘αξιοποίησης’ του θέματος. Εξάλλου, όλα τα κόμματα έχουν βαθμό ευθύνης: άλλα για αδράνεια, άλλα για παρότρυνση, άλλα για κακοδιαχείριση, όλα για αντιπολιτευτική εκμετάλλευση. Και βέβαια θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν και τυχόν έξωθεν υποκινητές της όλης ιστορίας. Από τη στιγμή που οι γείτονες αποδεδειγμένα διεξάγουν ασύμμετρο πόλεμο εναντίον μας, δικαιούμαστε να υποπτευόμαστε μια πιθανή εμπρηστική ενέργεια. Δεν χρειάζεται να έστειλαν κάποιον γι' αυτό: πιθανώς κάποια από τις 'πύρινες' δηλώσεις των διαφόρων υπουργών βρήκε... ανταποκριτή ανάμεσα στους ενοίκους του ΚΥΤ και... Bye-bye Moria, όπως φώναζαν διάφοροι.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Αξιολόγηση


Μια από τις λέξεις εκείνες που προκαλούν ‘αναφυλαξία’ σχεδόν σε όλους. Ιδιαίτερα στους υπαλλήλους κάθε είδους, και μάλιστα τους δημοσίους. Ιδιαίτατα στους εκπαιδευτικούς. Αν είστε της παλιάς σχολής, όπως εγώ, βάλτε κι ένα θαυμαστικό στην τελευταία πρόταση. Γιατί; Η εκπαίδευση, κατά την αρχαία αντίληψή μου, είχε ανέκαθεν δυο σκέλη, αφενός την παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων και αφετέρου την αξιολόγησή τους. Για την επιτυχία των σκοπών αυτών χρειάζεται επάρκεια των εκπαιδευτών, οι οποίοι πρέπει να επιμορφώνονται αλλά και να αξιολογούνται. Συνεπώς ο κλάδος εκείνος που θα έπρεπε να επιζητεί την αξιολόγηση πρωτοστατεί στην ακύρωσή της. Αφού προοδευτικά την εξαφάνισε από τους μαθητές, δεν θέλει ούτε να την ακούσει για τους καθηγητές.
     Βέβαια η ζωή ‘εκεί έξω’ είναι κάπως αλλιώτικη. Όταν βρεθείς στο πεδίο ανταγωνισμού, στην αρένα που λέγεται ιδιωτικός τομέας, ελεύθερη αγορά, πραγματικότητα, τότε η αξιολόγηση σε χτυπάει κατάμουτρα και σε αφυπνίζει βίαια από τον μακάριο ύπνο της ραθυμίας. Οι καθημερινές κρίσεις και συγκρίσεις, είτε τυπικές είτε άτυπες, αφήνουν γρήγορα στο περιθώριο τους νωθρούς και επιλέγουν και αναδεικνύουν τους άξιους και ικανούς. Αυτό βέβαια δεν αρέσει στους επαγγελματίες της μετριότητας και της ισοπέδωσης που ονομάζονται κομματικοί συνδικαλιστές. Γι’ αυτό και αγωνίζονται: για να μη φανεί πουθενά το πραγματικό τους επίπεδο. Μέχρι πότε;  

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Μεταρρύθμιση


Ασχοληθήκαμε πρόσφατα ακόμη μια φορά με την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση (ΑΕ) υποψηφίων με βαθμούς πολύ κάτω από τη βάση. Η κατάσταση αυτή αποτελεί:
-          Προσβολή για τους μαθητές που καταβάλλουν όχι απλά στοιχειώδη, αλλά εντατική προσπάθεια
-          Προσβολή για τους εκπαιδευτικούς της ΑΕ που καλούνται να δουλέψουν με ανθρώπινο δυναμικό κατώτερης αξίας (θα έπρεπε να κλείσουν τις σχολές σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υποβάθμιση)
-          Ουσιαστικά αποθέωση της «ασχετίλας» και εξευτελισμό της ΑΕ (τουλάχιστον των συγκεκριμένων σχολών)
-          Υποβάθμιση των τμημάτων, και κατ’ επέκταση και των σχολών όπου αυτά υπάγονται (ποιο ξένο πανεπιστήμιο θα δεχόταν αποφοίτους τέτοιων σχολών ως μεταπτυχιακούς φοιτητές;).
     Τελικά διαιωνίζεται μια κατάσταση ισοπέδωσης στην ΑΕ, που σήμερα μπορεί να αφορά μόνο σε μερικές σχολές, αλλά εύκολα μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες. Η αντιμετώπιση του φαινομένου τόσο από την ελληνική κοινωνία όσο και από την επίσημη Πολιτεία (που, ανεξαρτήτως χρωματικής ποιότητος, θα έπρεπε να έχει άλλη αντίληψη πάνω στο θέμα) θυμίζει δυστυχώς τη στάση της στρουθοκαμήλου απέναντι στον κίνδυνο: το κεφάλι στην άμμο, να μην ανακατώσουμε τα πράγματα, σε λίγες μέρες θα το έχουν ξεχάσει όλοι, εκλογές (αργά ή γρήγορα) έρχονται, να πάρει το παιδί μας ένα πτυχίο (έστω και από ατόφιο τούβλο), να φτιάξουμε και καμιά καινούργια σχολή (δεν χρειάζονται δα και υψηλές απαιτήσεις), να βολέψουμε κόσμο κ.ο.κ.
     Η συζήτηση αυτή δεν θα τελειώσει εύκολα, και κάθε τόσο θα προτείνονται λύσεις υπαγορευόμενες από πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες και όχι με σκεπτικό ουσίας (ενδεικτικά, διαβάζουμε στον χθεσινό τύπο πρόταση για διπλή βάση εισαγωγής). Κάποια στιγμή όμως θα πρέπει να γίνει ένας εθνικός διάλογος για την Παιδεία, τόσο την Ανώτατη όσο και την υποχρεωτική. Να καθορισθούν οι στόχοι των δυο, που μπορεί να αλληλεξαρτώνται, αλλά είναι και ριζικά διάφοροι. Η υποχρεωτική βασική παιδεία οφείλει να παρασκευάσει Πολίτες (με κεφαλαίο Π) στοιχειωδώς ενήμερους για την γλώσσα, την ιστορία και την παράδοση της πατρίδας και του έθνους τους, τον τρόπο συγκρότησης, οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας (στενότερης και ευρύτερης) μέσα στην οποία ζουν, τη δομή και τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος από το οποίο εξαρτάται η συνεχιζόμενη ύπαρξή τους, και τους δεοντολογικούς κανόνες συναναστροφής και αλληλεπίδρασης με τους συνανθρώπους τους ώστε να μη βλέπουμε καθημερινά φαινόμενα που τα χαρακτηρίζουμε ως «ζούγκλα» (αν και ο χαρακτηρισμός προσβάλλει αυτόν τον παρθένο και φυσικό χώρο!). Ένα από τα πρώτα πράγματα που διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία της Ευρώπης είναι ο σεβασμός της προτεραιότητας του άλλου, είτε στη βρύση που πίνουν νερό στο διάλειμμα, είτε στη στάση του λεωφορείου, είτε στη διάβαση του δρόμου.  
     Η ΑΕ έχει κύριο (για να μη πούμε αποκλειστικό) σκοπό να βγάλει Στελέχη της κοινωνίας μέσα στην οποία λειτουργεί: επιστήμονες, πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς ηγέτες. Η ΑΕ δεν μπορεί να δουλεύει με μετριότητες ούτε με «πάτους» (είτε ως εκπαιδευόμενους είτε ως εκπαιδευτές): χρειάζεται τους καλύτερους, οι οποίοι θα ασκούν και θα ασκούνται, θα «γηράσκουν αεί διδασκόμενοι», θα κρίνουν και θα κρίνονται ως προς το έργο και την επίδοσή τους, θα ανοίγουν δρόμους, θα προάγουν τη γενική ευημερία και το καλώς νοούμενο συμφέρον της χώρας και των συμπολιτών τους.
     Η ανάγνωση συνεντεύξεων με Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν εκτός των ορίων της χώρας (όπως αυτή) δίνει ένα μέτρο σύγκρισης αλλά δείχνει και την απόσταση που έχουμε να διανύσουμε μέχρι το σημείο αυτό. Αν δεν καταλάβουμε και δεν αποδεχθούμε την ουσιαστική και αναγκαία διαφορά των δυο αυτών βαθμίδων της Παιδείας, θα συνεχίσουμε να ταλαιπωρούμε τα ‘παιδία’ και να κάνουμε πολιτικούς συμβιβασμούς στην εκπαίδευση που παρέχουμε (με τεράστιο κόστος και δυσανάλογα μικρό όφελος), και να κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους.